- σφριγώ
- σφριγῶ, -άω, ΝΜΑείμαι γεμάτος σφρίγος, σφίζω από υγεία και σωματική δύναμη, είμαι σφριγηλός, ακμαίος, ρωμαλέος, ζωηρόςμσν.-αρχ.μτφ. (για λόγια αλλά και για δραστηριότητες) είμαι σφοδρός (α. «σφριγᾷ ὁ πόλεμος» — μαίνεται ο πόλεμος, Θεοφύλ.β. «σφριγῶν μῡθος» — έντονος λόγος, Ευρ.)αρχ.1. (ιδίως για τους γυναικείους μαστούς) είμαι πρησμένος από την αφθονία γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.β. «σφριγᾷ στῆθος», Ιπποκρ.)2. μτφ. α) είμαι γεμάτος από θυμό, από οργή ή από έπαρση («σφριγῶντα θυμόν», Αισχύλ.)β) κατέχομαι από σφοδρή επιθυμία για κάτι («τοῡ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν σάρκα», Κλήμ. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sp(h)reig- «είμαι σφριγηλός, περήφανος» και συνδέεται με τα: νορβ. sprikja «απλώνω, εκτείνω» και σουηδ. διαλ. sprika «απλώνω, εκτείνω»].
Dictionary of Greek. 2013.